- παρεκπεσεῖν
- παρά-ἐκπίτνωaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεκπίπτω — Α [εκπίπτω] 1. πέφτω έξω, γίνομαι επικλινής, παρεκκλίνω 2. (για λέξη) εκπίπτω κατά τύχη, μένω έξω 3. ορμώ σε κάτι («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῑν», Φίλ. Βελοπ.) … Dictionary of Greek